- δυσκατάπεπτος
- δυσκατά-πεπτος, ον,A hard to digest, Id.CP1.14.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκατάπεπτος — δυσκατάπεπτος, ον (Α) δύσπεπτος … Dictionary of Greek
δυσκατάπεπτος — hard to digest masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)